καταχνιά

καταχνιά
η
ομίχλη: Σήμερα έχει καταχνιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταχνιά — η (Μ καταχνιά και καταχνία και κατεκνιά) ομίχλη, ομιχλώδης καιρός νεοελλ. 1. μτφ. ζάλη 2. θλίψη, μελαγχολία μσν. σκοτούρα, φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄχνη «αχνός, ατμός»] …   Dictionary of Greek

  • καταχνιάζω — [καταχνιά] 1. σκυθρωπιάζω, γίνομαι κατηφής, μελαγχολώ («το πρόσωπό του καταχνιάζει») 2. (το γ εν. ως απρόσ.) καταχνιάζει απλώνεται ομίχλη, πέφτει καταχνιά …   Dictionary of Greek

  • ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… …   Dictionary of Greek

  • αχλύς — Η θόλωση της ατμόσφαιρας. Η α. (ξερή ομίχλη) παρατηρείται κυρίως το καλοκαίρι και οφείλεται στην ανώμαλη διάθλαση του φωτός και στη διαφορά θερμοκρασίας στρωμάτων αέρος. Το φαινόμενο είναι εντονότερο, όταν o αέρας περιέχει μεγάλες ποσότητες… …   Dictionary of Greek

  • Лундемис, Менелаос — Менелаос Лундемис (греч. Μενέλαος Λουντέμης Агиа Кирьяки Восточная Фракия 1912 *  Афины 22 января 1977 года)  известный греческий писатель Содержание 1 Биография 2 …   Википедия

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • ιλύς — η (ΑΜ ἰλύς, ύος) 1. λάσπη τών θαλασσών, τών ποταμών και τών λιμνών 2. κατακάθι, καθίζημα αρχ. ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σχηματισμένη κατά το αχλύς «νέφος, καταχνιά», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ilu «λάσπη μαύρος» και αντιστοιχεί ακριβώς στο ρωσ. ilŭ …   Dictionary of Greek

  • κατάχνιασμα — το [καταχνιάζω] η καταχνιά …   Dictionary of Greek

  • ντουμάνι — το 1. πυκνός καπνός που οφείλεται συνήθως σε πυρκαγιά ή σε τσιγάρα 2. πυρκαγιά, φωτιά 3. μτφ. α) καταχνιά, ομίχλη β) σκόνη, κονιορτός γ) μεγάλη ποσότητα, πληθώρα, αφθονία 4. φρ. «στο ντουμάνι τού Θεού» στη δευτέρα παρουσία, επειδή, σύμφωνα με τις …   Dictionary of Greek

  • πούσι — το, Ν 1. ομίχλη, καταχνιά 2. θολούρα, σκοτεινιά 3. στρώμα από ξερά φύλλα πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pus] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”